συλλαλητήριον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συλλαλητήριον (μαρτυρείται από το 1871) [1] < → και δείτε τη λέξη συλλαλητήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυλλαλητήριον, -ου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το συλλαλητήριο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 943, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου