Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλαλώ < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) διαλαλέω

διαλαλώ

  • φωνάζω κάτι δυνατά ώστε να το μάθει όλος ο κόσμος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία