• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διαδηλωτής

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαδηλωτής οι διαδηλωτές
      γενική του διαδηλωτή των διαδηλωτών
    αιτιατική τον διαδηλωτή τους διαδηλωτές
     κλητική διαδηλωτή διαδηλωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαδηλωτής < διαδηλώνω + -τής

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διαδηλωτής αρσενικό (θηλυκό: διαδηλώτρια)

  • αυτός που συμμετέχει σε μια διαδήλωση

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • διαδηλώνω
  • διαδήλωση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    διαδηλωτής
  • αγγλικά : demonstrator (en)
  • γαλλικά : manifestant (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διαδηλωτής&oldid=5384207"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 15:22

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 15:22.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie