διαδηλωτής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαδηλωτής αρσενικό (θηλυκό: διαδηλώτρια)
- αυτός που συμμετέχει σε μια διαδήλωση
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαδηλωτής
διαδηλωτής αρσενικό (θηλυκό: διαδηλώτρια)