demonstrator
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
demonstrator | demonstrators |
Ουσιαστικό επεξεργασία
demonstrator (en)
- ο διαδηλωτής
- ↪ brutal handling of the demonstrators by the police - βάναυση μεταχείριση των διαδηλωτών από την αστυνομία