Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαδηλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαδηλωμέν
ος
η
διαδηλωμέν
η
το
διαδηλωμέν
ο
γενική
του
διαδηλωμέν
ου
της
διαδηλωμέν
ης
του
διαδηλωμέν
ου
αιτιατική
τον
διαδηλωμέν
ο
τη
διαδηλωμέν
η
το
διαδηλωμέν
ο
κλητική
διαδηλωμέν
ε
διαδηλωμέν
η
διαδηλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαδηλωμέν
οι
οι
διαδηλωμέν
ες
τα
διαδηλωμέν
α
γενική
των
διαδηλωμέν
ων
των
διαδηλωμέν
ων
των
διαδηλωμέν
ων
αιτιατική
τους
διαδηλωμέν
ους
τις
διαδηλωμέν
ες
τα
διαδηλωμέν
α
κλητική
διαδηλωμέν
οι
διαδηλωμέν
ες
διαδηλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαδηλωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διαδηλώνω
Μετοχή
επεξεργασία
διαδηλωμένος, -η, -ο
που έχει
διαδηλωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαδηλωμένος