Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιδιαδήλωση οι αντιδιαδηλώσεις
      γενική της αντιδιαδήλωσης* των αντιδιαδηλώσεων
    αιτιατική την αντιδιαδήλωση τις αντιδιαδηλώσεις
     κλητική αντιδιαδήλωση αντιδιαδηλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιδιαδηλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιδιαδήλωση < αντι- + διαδήλωση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-manifestation)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιδιαδήλωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία