↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απάντηση οι απαντήσεις
      γενική της απάντησης* των απαντήσεων
    αιτιατική την απάντηση τις απαντήσεις
     κλητική απάντηση απαντήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαντήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

απάντηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπάντη(σις) + -ση[1] < ἀπαντάω < ἀπό + ἀντάω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈpan.di.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πά‐ντη‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απάντηση θηλυκό

  1. προφορική ή γραπτή απόκριση σε ερώτηση, αίτηση, κατηγορία ή ανακοίνωση
    ⮡  Άμεση ήταν η απάντηση του πρωθυπουργού.
     συνώνυμα: απόκριση
  2. (μαθηματικά) η λύση προβλήματος
    ⮡  Οι απαντήσεις των θεμάτων που δόθηκαν στις εξετάσεις υπάρχουν στο σχολικό βιβλίο.
  3. η σωστή παράθεση των στοιχείων που ζητούνται με ερώτηση κατά την εξέταση κάποιου σ' έναν τομέα γνώσης ή επιστήμης
    ⮡  Οι σωστές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας απαιτούσαν κριτικές ικανότητες αλλά και γνώσεις.
  4. αντίδραση κάποιου σε κλήση
    ⮡  Χτύπησα την πόρτα επανειλημμένως αλλά απάντηση δεν πήρα.
  5. αντίδραση σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  Θα υπάρξει δυναμική απάντηση στις προκλήσεις.
  6. (σπάνιο, δημοτική) το να απαντάται κάτι, συνάντηση[2]
     συνώνυμα: απάντημα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη απαντάω / απαντώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. απάντηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ἀπάντησις -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .