απαντητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
απαντητικός, -ή, -ό
- που απαντά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη απαντώ
![]() |
απαντητικός, -ή, -ό