ἀντάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀντάω < ἄντα
Ρήμα
επεξεργασίαἀντάω (& ιωνικός τύπος ἀντέω) - ἀντῶ (συνηρημένο)
- έρχομαι απέναντι, πρόσωπο με πρόσωπο
- συναντώ
- αντιμετωπίζω
ἀντάω (& ιωνικός τύπος ἀντέω) - ἀντῶ (συνηρημένο)