αντιμετωπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιμετωπίζω < αντιμέτωπ(ος) + -ίζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική affronter
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.di.me.toˈpi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐με‐τω‐πί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααντιμετωπίζω, αόρ.: αντιμετώπισα, παθ.φωνή: αντιμετωπίζομαι, π.αόρ.: αντιμετωπίστηκα/αντιμετωπίσθηκα, μτχ.π.π.: αντιμετωπισμένος
- είμαι αντιμέτωπος με κάποιον ή κάτι (που με αμφισβητεί, με κρίνει, με ανταγωνίζεται, με κριτικάρει κ.λπ.)
- βρίσκομαι σε μια δύσκολη κατάσταση και αγωνίζομαι να την ξεπεράσω
- συμπεριφέρομαι σε κάποιον ή σε κάτι σύμφωνα με ορισμένη ιδιότητά του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μέτωπο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιμετωπίζω | αντιμετώπιζα | θα αντιμετωπίζω | να αντιμετωπίζω | αντιμετωπίζοντας | |
β' ενικ. | αντιμετωπίζεις | αντιμετώπιζες | θα αντιμετωπίζεις | να αντιμετωπίζεις | αντιμετώπιζε | |
γ' ενικ. | αντιμετωπίζει | αντιμετώπιζε | θα αντιμετωπίζει | να αντιμετωπίζει | ||
α' πληθ. | αντιμετωπίζουμε | αντιμετωπίζαμε | θα αντιμετωπίζουμε | να αντιμετωπίζουμε | ||
β' πληθ. | αντιμετωπίζετε | αντιμετωπίζατε | θα αντιμετωπίζετε | να αντιμετωπίζετε | αντιμετωπίζετε | |
γ' πληθ. | αντιμετωπίζουν(ε) | αντιμετώπιζαν αντιμετωπίζαν(ε) |
θα αντιμετωπίζουν(ε) | να αντιμετωπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιμετώπισα | θα αντιμετωπίσω | να αντιμετωπίσω | αντιμετωπίσει | ||
β' ενικ. | αντιμετώπισες | θα αντιμετωπίσεις | να αντιμετωπίσεις | αντιμετώπισε | ||
γ' ενικ. | αντιμετώπισε | θα αντιμετωπίσει | να αντιμετωπίσει | |||
α' πληθ. | αντιμετωπίσαμε | θα αντιμετωπίσουμε | να αντιμετωπίσουμε | |||
β' πληθ. | αντιμετωπίσατε | θα αντιμετωπίσετε | να αντιμετωπίσετε | αντιμετωπίστε | ||
γ' πληθ. | αντιμετώπισαν αντιμετωπίσαν(ε) |
θα αντιμετωπίσουν(ε) | να αντιμετωπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιμετωπίσει | είχα αντιμετωπίσει | θα έχω αντιμετωπίσει | να έχω αντιμετωπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιμετωπίσει | είχες αντιμετωπίσει | θα έχεις αντιμετωπίσει | να έχεις αντιμετωπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιμετωπίσει | είχε αντιμετωπίσει | θα έχει αντιμετωπίσει | να έχει αντιμετωπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιμετωπίσει | είχαμε αντιμετωπίσει | θα έχουμε αντιμετωπίσει | να έχουμε αντιμετωπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιμετωπίσει | είχατε αντιμετωπίσει | θα έχετε αντιμετωπίσει | να έχετε αντιμετωπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιμετωπίσει | είχαν αντιμετωπίσει | θα έχουν αντιμετωπίσει | να έχουν αντιμετωπίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιμετωπίζομαι | αντιμετωπιζόμουν(α) | θα αντιμετωπίζομαι | να αντιμετωπίζομαι | ||
β' ενικ. | αντιμετωπίζεσαι | αντιμετωπιζόσουν(α) | θα αντιμετωπίζεσαι | να αντιμετωπίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αντιμετωπίζεται | αντιμετωπιζόταν(ε) | θα αντιμετωπίζεται | να αντιμετωπίζεται | ||
α' πληθ. | αντιμετωπιζόμαστε | αντιμετωπιζόμαστε αντιμετωπιζόμασταν |
θα αντιμετωπιζόμαστε | να αντιμετωπιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αντιμετωπίζεστε | αντιμετωπιζόσαστε αντιμετωπιζόσασταν |
θα αντιμετωπίζεστε | να αντιμετωπίζεστε | (αντιμετωπίζεστε) | |
γ' πληθ. | αντιμετωπίζονται | αντιμετωπίζονταν αντιμετωπιζόντουσαν |
θα αντιμετωπίζονται | να αντιμετωπίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιμετωπίστηκα | θα αντιμετωπιστώ | να αντιμετωπιστώ | αντιμετωπιστεί | ||
β' ενικ. | αντιμετωπίστηκες | θα αντιμετωπιστείς | να αντιμετωπιστείς | αντιμετωπίσου | ||
γ' ενικ. | αντιμετωπίστηκε | θα αντιμετωπιστεί | να αντιμετωπιστεί | |||
α' πληθ. | αντιμετωπιστήκαμε | θα αντιμετωπιστούμε | να αντιμετωπιστούμε | |||
β' πληθ. | αντιμετωπιστήκατε | θα αντιμετωπιστείτε | να αντιμετωπιστείτε | αντιμετωπιστείτε | ||
γ' πληθ. | αντιμετωπίστηκαν αντιμετωπιστήκαν(ε) |
θα αντιμετωπιστούν(ε) | να αντιμετωπιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αντιμετωπιστεί | είχα αντιμετωπιστεί | θα έχω αντιμετωπιστεί | να έχω αντιμετωπιστεί | αντιμετωπισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αντιμετωπιστεί | είχες αντιμετωπιστεί | θα έχεις αντιμετωπιστεί | να έχεις αντιμετωπιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αντιμετωπιστεί | είχε αντιμετωπιστεί | θα έχει αντιμετωπιστεί | να έχει αντιμετωπιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιμετωπιστεί | είχαμε αντιμετωπιστεί | θα έχουμε αντιμετωπιστεί | να έχουμε αντιμετωπιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αντιμετωπιστεί | είχατε αντιμετωπιστεί | θα έχετε αντιμετωπιστεί | να έχετε αντιμετωπιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιμετωπιστεί | είχαν αντιμετωπιστεί | θα έχουν αντιμετωπιστεί | να έχουν αντιμετωπιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία είμαι αντιμέτωπος με κάποιον ή κάτι
βρίσκομαι σε μια δύσκολη κατάσταση