Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αντιμετωπίζω < αντιμέτωπ(ος) + -ίζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική affronter

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.me.toˈpi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐με‐τω‐πί‐ζω

  ΡήμαΕπεξεργασία

αντιμετωπίζω, αόρ.: αντιμετώπισα, παθ.φωνή: αντιμετωπίζομαι, π.αόρ.: αντιμετωπίστηκα/αντιμετωπίσθηκα, μτχ.π.π.: αντιμετωπισμένος

  1. είμαι αντιμέτωπος με κάποιον ή κάτι (που με αμφισβητεί, με κρίνει, με ανταγωνίζεται, με κριτικάρει κ.λπ.)
  2. βρίσκομαι σε μια δύσκολη κατάσταση και αγωνίζομαι να την ξεπεράσω
  3. συμπεριφέρομαι σε κάποιον ή σε κάτι σύμφωνα με ορισμένη ιδιότητά του

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μέτωπο

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία