Δείτε επίσης: whether

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

weather (en)

  • (μετεωρολογία) ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες
    ⮡  How is the weather?
    Πώς είναι ο καιρός;
    ⮡  What does the weather report show for tomorrow?
    Το δείχνει το δελτίο καιρού για αύριο;
    ⮡  weather conditions - καιρικές συνθήκες
    ⮡  Not bad weather again!
    Όχι και πάλι κακοκαιρία!

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας weather
γ΄ ενικό ενεστώτα weathers
αόριστος weathered
παθητική μετοχή weathered
ενεργητική μετοχή weathering

weather (en)

  • αντιμετωπίζω
    ⮡  The government weathered the crisis successfully.
    H κυβέρνηση αντιμετώπισε την κρίση επιτυχώς.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 398, 398-399. ISBN 9780194325684. , λήμμα: καιρικός, καιρός