καιρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καιρικός | η | καιρική | το | καιρικό |
γενική | του | καιρικού | της | καιρικής | του | καιρικού |
αιτιατική | τον | καιρικό | την | καιρική | το | καιρικό |
κλητική | καιρικέ | καιρική | καιρικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καιρικοί | οι | καιρικές | τα | καιρικά |
γενική | των | καιρικών | των | καιρικών | των | καιρικών |
αιτιατική | τους | καιρικούς | τις | καιρικές | τα | καιρικά |
κλητική | καιρικοί | καιρικές | καιρικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καιρικός < (ελληνιστική κοινή)
Επίθετο
επεξεργασίακαιρικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον καιρό, τα μετεωρολογικά φαινόμενα
- οι καιρικές συνθήκες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαιρικός