confront
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | confront |
γ΄ ενικό ενεστώτα | confronts |
αόριστος | confronted |
παθητική μετοχή | confronted |
ενεργητική μετοχή | confronting |
Ρήμα
επεξεργασίαconfront (en)
- αντιμετωπίζω, ένα πρόβλημα ή μια δύσκολη κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί από κάποιον
- ⮡ The crisis was confronted successfully.
- Η κρίση αντιμετωπίστηκε με επιτυχία.
- ⮡ We will be confronting bankruptcy if…
- Αντιμετωπίζουμε χρεωκοπία αν…
- ⮡ the problem confronting me - το πρόβλημα που αντιμετωπίζω
- ⮡ The crisis was confronted successfully.
- αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα ή μια δύσκολη κατάσταση
- ⮡ I am courageously confronting my difficulties.
- Αντιμετωπίζω με θάρρος τις δυσκολίες μου.
- ⮡ I confronted the possibility of resigning.
- Αντιμετώπισα το ενδεχόμενο να παραιτηθώ.
- ⮡ I am courageously confronting my difficulties.
- αντιμετωπίζω κάποιον ώστε να μην μπορεί να αποφύγει να σε δει και να σε ακούσει, ειδικά σε μια εχθρική ή επικίνδυνη κατάσταση
- ⮡ I confront an enemy.
- Αντιμετωπίζω εχθρό.
- ⮡ How are you going to confront your folks.
- Πώς θα αντιμετωπίσεις τους δικούς σου;
- ⮡ I confront an enemy.
- ρίχνω, κάνω κάποιον να αντιμετωπίσει ένα δυσάρεστο ή δύσκολο άτομο ή κατάσταση
- ⮡ He confronted me about the way I handled the strike.
- Μου ρίχτηκε για τον τρόπο που χειρίστηκα την απεργία.
- ⮡ He confronted me about the way I handled the strike.
- αντιμετωπίζω, έχω κάτι μπροστά μου που πρέπει να αντιμετωπίσω ή να αντιδράσω
- ⮡ How would you confront an armed robber?
- Πώς θα αντιμετώπιζες έναν ένοπλο ληστή;
- ⮡ How would you confront an armed robber?
Πηγές
επεξεργασία- confront - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 79, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντιμετωπίζω, ρίχνω