face
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
face | faces |
face (en)
- το πρόσωπο, η φάτσα, το μπροστινό τμήμα του κεφαλιού του ανθρώπου
- ⮡ The expression on his face never changed.
- Η έκφραση στο πρόσωπό του δεν άλλαξε ποτέ.
- ⮡ The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
- Οι δύο άντρες αντάλλασσαν θερμή χειραψία με τα πρόσωπα στραμμένα στις κάμερες.
- ⮡ Oh, you should’ve seen her face when I told her.
- Α, να ’βλεπες τη φάτσα της όταν της το είπα!
- ⮡ She was red in the face with embarrassment.
- Είχε κοκκινίσει από ντροπή.
- ⮡ The expression on his face never changed.
- το πρόσωπο, η όψη, η έκφραση που εμφανίζεται στο πρόσωπο κάποιου
- ⮡ Now that’s a happy face!
- Να ένα χαρούμενο πρόσωπο!
- ⮡ Her face lit up with joy.
- Φωτίστηκε το πρόσωπό της από χαρά.
- ⮡ The children were laughing at the clown’s faces.
- Τα παιδιά γελούσαν με τις γκριμάτσες του κλόουν.
- ⮡ Now that’s a happy face!
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | face |
γ΄ ενικό ενεστώτα | faces |
αόριστος | faced |
παθητική μετοχή | faced |
ενεργητική μετοχή | facing |
face (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αντικρίζω, είμαι αντικρινός κάποιου, είμαι αντικριστός κάποιου, απέναντι, αντίκρυ, αντικριστά
- ⮡ Our house faces the Acropolis/the sea.
- Το σπίτι μας αντικρίζει την Ακρόπολη/τη θάλασσα.
- ⮡ the man facing me in the train - ο αντικρινός μου στο τρένο
- ⮡ When I found myself facing him…
- Όταν βρέθηκα απέναντί του…
- ⮡ Who is the man facing us?
- Ποιος είναι ο άνθρωπος αντίκρυ μας;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε την έκφραση across from
- ⮡ Our house faces the Acropolis/the sea.
- (μεταβατικό) αντιμετωπίζω μια κατάσταση
- ⮡ The uncertainties we’re facing in our economy are many.
- Οι ανασφάλειες που αντιμετωπίζουμε στην οικονομία μας είναι πολλές.
- ⮡ I was faced with the possibility of resigning./I faced the possibility of resigning.
- Αντιμετώπισα το ενδεχόμενο να παραιτηθώ.
- ⮡ The uncertainties we’re facing in our economy are many.
- (μεταβατικό) αντιμετωπίζω κάποιον, παρόλο που αυτό είναι δύσκολο ή δυσάρεστο
- ⮡ How are you going to face your folks?
- Πώς θ' αντιμετωπίσεις τους δικούς τους;
- ⮡ How are you going to face your folks?
Εκφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- face (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- face (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 77, 78, 78, 93. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντικρινός, αντικρίζω, αντίκρυ, απέναντι
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
face | faces |