Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
face faces

face (en)

  1. πρόσωπο
  2. πρόσθια όψη

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας face
γ΄ ενικό ενεστώτα faces
αόριστος faced
παθητική μετοχή faced
ενεργητική μετοχή facing

face (en)

  1. αντιμετωπίζω
  2. (μεταβατικό) είμαι αντικρινός κάποιου, είμαι αντικριστός κάποιου, απέναντι, αντίκρυ, αντικριστά
    the man facing me in the train - ο αντικρινός μου στο τρένο
    when I found myself facing him… - όταν βρέθηκα απέναντί του…
    Who is the man facing us?
    Ποιος είναι ο άνθρωπος αντίκρυ μας;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη across from

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 77, 93. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αντικρινός, αντίκρυ, απέναντι



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
face faces

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /fas/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

face (fr)) θηλυκό

  1. η όψη
    la face cachée de la Lune - η κρυμμένη όψη της Σελήνης
  2. (οικείο) η φάτσα, το πρόσωπο
     συνώνυμα: visage
  3. (νόμισμα) η «κορόνα», το μέρος ενός νομίσματος που φέρει ένα ανάγλυφο σχέδιο, π.χ. ένα πρόσωπο, κ.α.

ΕκφράσειςΕπεξεργασία



Ρουμανικά (ro)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

face (ro)