face
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
face | faces |
face (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | face |
γ΄ ενικό ενεστώτα | faces |
αόριστος | faced |
παθητική μετοχή | faced |
ενεργητική μετοχή | facing |
face (en)
- αντιμετωπίζω
- (μεταβατικό) είμαι αντικρινός κάποιου, είμαι αντικριστός κάποιου, απέναντι, αντίκρυ, αντικριστά
- ↪ the man facing me in the train - ο αντικρινός μου στο τρένο
- ↪ when I found myself facing him… - όταν βρέθηκα απέναντί του…
- ↪ Who is the man facing us?
- Ποιος είναι ο άνθρωπος αντίκρυ μας;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη across from
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 77, 93. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντικρινός, αντίκρυ, απέναντι
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
face | faces |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
face (fr)) θηλυκό
- η όψη
- ↪ la face cachée de la Lune - η κρυμμένη όψη της Σελήνης
- (οικείο) η φάτσα, το πρόσωπο
- (νόμισμα) η «κορόνα», το μέρος ενός νομίσματος που φέρει ένα ανάγλυφο σχέδιο, π.χ. ένα πρόσωπο, κ.α.
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- pile ou face: « κορόνα ή γράμματα »
Ρουμανικά (ro)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
face (ro)