πρόσθιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πρόσθιος | η | πρόσθια | το | πρόσθιο |
γενική | του | πρόσθιου | της | πρόσθιας | του | πρόσθιου |
αιτιατική | τον | πρόσθιο | την | πρόσθια | το | πρόσθιο |
κλητική | πρόσθιε | πρόσθια | πρόσθιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πρόσθιοι | οι | πρόσθιες | τα | πρόσθια |
γενική | των | πρόσθιων | των | πρόσθιων | των | πρόσθιων |
αιτιατική | τους | πρόσθιους | τις | πρόσθιες | τα | πρόσθια |
κλητική | πρόσθιοι | πρόσθιες | πρόσθια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόσθιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσθιος
Επίθετο
επεξεργασίαπρόσθιος, -α, -ο
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρόσθιος
→ δείτε τη λέξη μπροστινός |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπρόσθιος, -α, -ον
Πηγές
επεξεργασία- πρόσθιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόσθιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.