πρόσθεν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόσθεν < σχηματισμός αντί της αναμενόμενης μορφής πρό + -θεν, όπως η μεσαιωνική ελληνική πρόθεν. Κατά τα επιρρήματα όπως το αντίθετο ὄπιθεν, κ.ά. (όπως ἔντοσθεν)[1]
Επίρρημα
επεξεργασίαπρόσθεν
- (τοπικό επίρρημα) μπροστά από
- ≠ αντώνυμα: ὄπιθεν
- και με σημασία: υπεράσπιση
- (χρονικό επίρρημα) άλλοτε, πριν, προηγουμένως, νωρίτερα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πρόσθεν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόσθεν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)