Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

to one's face < → δείτε τις λέξεις to, one's και face

  Έκφραση επεξεργασία

to one's face (en)

  • (ιδιωματισμός) κατάμουτρα, λέω κάτι απευθείας σε κάποιον παρά σε άλλους ανθρώπους
    I’ll say it to his face.
    Θα του το πω κατάμουτρα.

  Πηγές επεξεργασία