Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάμουτρα < κατά- + μούτρ(α), πληθυντικός αριθμός του μούτρο + [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈta.mu.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐μου‐τρα

  Επίρρημα επεξεργασία

κατάμουτρα

  1. (προφορικό) απευθείας πάνω στο μούτρο / πρόσωπο κάποιου
  2. (μεταφορικά) με τρόπο ευθύ και άμεσο, με παρρησία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία