straight face
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαstraight face (en)
- (ιδιωματισμός) προσπαθώ να μη γελάσω ή να χαμογελάω, αν και βρίσκω κάτι αστείο
- ⮡ I am keeping a straight face.
- Κρατιέμαι να μη γελάσω.
- ⮡ I am keeping a straight face.