κορόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορόνα | οι | κορόνες |
γενική | της | κορόνας | των | κορονών |
αιτιατική | την | κορόνα | τις | κορόνες |
κλητική | κορόνα | κορόνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορόνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κορόνα < ιταλική corona < λατινική corona < αρχαία ελληνική κορώνη (αντιδάνειο)
- (νόμισμα) < (άμεσο δάνειο) ιταλική corona (αντιδάνειο) όπως στην σημασία: στέμμα
- (μουσική) < (άμεσο δάνειο) ιταλική corona για την ομοιότητα του σχήματος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈɾo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρό‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορόνα θηλυκό
- το στέμμα του βασιλιά
- ⮡ φοράει χρυσή κορόνα
- (μεταφορικά) πολύτιμος, πολυαγαπημένος
- ⮡ Την αγαπούσε πολύ. Κορόνα στο κεφάλι του την είχε, τίποτα δεν της έλειπε.
- (μουσική)
- μουσικό σημάδι σε παρτιτούρα που παρατείνει τη διάρκεια μιας νότας (κατά βούληση του εκτελεστή, συνήθως με διπλασιασμό)
- πολύ ψηλός φθόγγος σε τραγούδι, που συνήθως έχει και σημάδι κορόνας δίνοντας την ευκαιρία στον τραγουδιστή να αναδείξει τη μεγάλη έκταση της φωνής του
- (μεταφορικά, για λόγο, ομιλία, και ειρωνικό) σημείο εντυπωσιασμού, πομπώδες ύφος
- (νόμισμα) νομισματική μονάδα διαφόρων χωρών
- ⮡ κορόνα Σουηδίας
- (νόμισμα, προφορικό ο εμπροσθότυπος νομίσματος που έχει την παράσταση στέμματος, ή πορτρέτο μονάρχη, ή άλλο σύμβολο
- στην έκφραση: κορόνα γράμματα
- ≠ αντώνυμα: γράμματα
- (οδοντιατρική) θήκη για δόντι
- ⮡ κορόνα δοντιού
- (αστρονομία) η εξωτερική στιβάδα της ατμόσφαιρας ενός αστέρα
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- κορόνα γράμματα: εντελώς τυχαία και με μεγάλο ρίσκο
- κορόνα ή γράμματα: παιχνίδι τύχης με νόμισμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στέμμα
θήκη δοντιού
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κορόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ λήμμα «κορώνα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κορώνα - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορόνα < (άμεσο δάνειο) λατινική corona < αρχαία ελληνική κορώνη (αντιδάνειο)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορόνα θηλυκό
- βασιλικό στέμμα
- θυρεός
- στεφάνι
- κύκλος
- (μεταφορικά, προσωνυμία της Παναγίας) πρώτη, κορυφαία
- (νόμισμα) ονομασία είδους νομίσματος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κουρούνα (για το νόμισμα)
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κορόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- κορόνα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].