ενικός         πληθυντικός  
corona coronas

Ουσιαστικό

επεξεργασία

corona (en)

  1. στέμμα ή στεφάνι που απένεμαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι σε έναν νικητή
  2. το ηλιακό στέμμα



      ενικός         πληθυντικός  
corona corone

Ουσιαστικό

επεξεργασία

corona (it) θηλυκό



Ουσιαστικό

επεξεργασία