Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
corona coronas

  Ουσιαστικό επεξεργασία

corona (en)

  1. στέμμα ή στεφάνι που απένεμαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι σε έναν νικητή
  2. το ηλιακό στέμμα



Ιταλικά (it) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
corona corone

  Ουσιαστικό επεξεργασία

corona (it) θηλυκό



Ισπανικά (es) επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
corona coronas

  Ουσιαστικό επεξεργασία

corona (es) θηλυκό



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

corona θηλυκό

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική corona coronae
γενική coronae coronārum
δοτική coronae coronīs
αιτιατική coronam coronās
κλητική corona coronae
αφαιρετική coronā coronīs
(α' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία