στεφάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στεφάνι | τα | στεφάνια |
γενική | του | στεφανιού | των | στεφανιών |
αιτιατική | το | στεφάνι | τα | στεφάνια |
κλητική | στεφάνι | στεφάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στεφάνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στεφάνιν < ελληνιστική κοινή στεφάνιον < αρχαία ελληνική στέφανος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /steˈfa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐φά‐νι
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστεφάνι ουδέτερο
- αντικείμενο σε μορφή δακτυλίου που κατασκευάζεται από κλαδιά ή μέταλλο, διακοσμείται με άνθη ή μεταλλικά κοσμήματα και δίνεται σε κάποιον να το φορέσει στο κεφάλι ως ένδειξη τιμής, αναγνώρισης, νίκης σε αγώνα κ.λπ., ή κατά την τελετή του γάμου (στέφανο)
- Ἐνίκησεν, ἐκέρδεσεν, ἐπῆρε τὸ Στεφάνι. (Βιτσέντζος Κορνάρος, Ἐρωτόκριτος, Ἑνότητα Γ΄, στ. 365, περίπου 1600)
- αντικείμενο από κλαδιά και άνθη που φτιάχνουν την Πρωτομαγιά και το κρεμούν στο σπίτι, ή που προσφέρεται προς τιμήν νεκρών σε κηδείες και τιμητικές επετείους
- Πέρασεν ἀπὸ τὴν Προκυμαῖα ἡ νεκροφόρα του μὲ τέσσερα ἀλόγατα κατάφορτη ἀπὸ στεφάνια. (Νικόλαος Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμᾶμαι τὴ Σμύρνη, 1972)
- ο γάμος, κατ' επέκταση ο/η σύζυγος κάποιου/κάποιας
- Xωρὶς στεφάνι δὲ μ' ἀγγιᾶς. (Δημήτριος Γουζέλης, Ὁ Χάσης, 1790)
- Θα κάνω ό,τι πει το στεφάνι μου.
- γκρεμός
- Φωλιάζουν οἱ σταυραϊτοὶ στοῦ βράχου τὰ στεφάνια. (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Ἆσμα δεύτερον, περίπου 1879)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στεφάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας