στέφανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στέφανος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στέφανος. Συγκρίνετε με το στέφανο
Ουσιαστικό επεξεργασία
στέφανος αρσενικό
- στεφάνι
- άυλη τιμητική επιβράβευση
Σύνθετα επεξεργασία
στεφάνι, -στέφανο
-στέφανος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη στέφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
στέφανος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στέφανος αρσενικό
- τιμητικό στεφάνι
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «στεφάνη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- στέφανος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στέφανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.