Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στέφανο τα στέφανα
      γενική του στέφανου των στέφανων
    αιτιατική το στέφανο τα στέφανα
     κλητική στέφανο στέφανα
Συνήθως στον πληθυντικό.
Δείτε και την κλίση του στέφανος.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στέφανο < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική στέφανος με μεταπλασμό σε ουδέτερο [1] Συγκρίνετε με το στέφανος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈste.fan.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στέ‐φα‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στέφανο ουδέτερο

  1. (συνήθως στον πληθυντικό: τα στέφανα) κατασκευασμένο και διακοσμημένο στεφάνι που τοποθετείται στην κεφαλή μελλονύμφων κατά τη διάρκεια της τέλεσης του μυστηρίου του γάμου
  2. (συνεκδοχικά) η τελετή της τέλεσης του μυστηρίου του γάμου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη στεφάνι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία