στεφανοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστεφανοθήκη θηλυκό
- κουτί ή κορνίζα, ενίοτε με τζάμι στην πάνω πλευρά ή πρόσοψη αντίστοιχα, όπου τοποθετούνται τα «στέφανα» του γάμου (το διπλό στεφάνι που φορά το ζευγάρι κατά τη γαμήλια τελετή)
Μεταφράσεις
επεξεργασία στεφανοθήκη
|