στέφανα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈste.fa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στέ‐φα‐να
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαστέφανα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στέφανο
- ⮡ τα στέφανα του γάμου
- ※ Στο σημείο αυτό της τελετής, ο θείος της Ελένης και κουμπάρος μας κράτησε τα στέφανα, ένα σε κάθε χέρι, πάνω από τα κεφάλια μας και τους άλλαξε θέση σταυρωτά τρεις φορές. Μπορεί τα στέφανα να συμβολίζουν τον γαμήλιο δεσμό των συζύγων, στη δική μας περίπτωση όμως είχα την αίσθηση ότι κάτι απροσδιόριστο κρεμόταν πάνω απ' τα κεφάλια μας.
- Ηλίας Κουλουκουντής, Η συνωμοσία της Αμοργού, Πρώτη έντυπη έκδοση, (2012), Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, @google.books
- ※ Τά νεοελληνικά γαμήλια στέφανα κατασκευάζονταν ἀπό φυτά, μέταλλα, ὕφασμα, κερί.... Τά μετάλλινα γαμήλια στέφανα εἶναι προϊόντα, ἐργαστηριακῆς τέχνης -τῆς ἐκκλησιαστικῆς λαϊκῆς ἀργυροχοΐας-καί ἐντάσσονται στό χώρο τῆς λαϊκῆς τέχνης.
- Ευρυδίκη Αντζουλάτου-Ρετσίλα, Τα στέφανα του γάμου στη νεότερη Ελλάδα, (διδακτορική διατριβή), (1979), Αθήνα, σελ. 127-128 @olympias.lib.uoi.gr