↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεφανωτός η στεφανωτή το στεφανωτό
      γενική του στεφανωτού της στεφανωτής του στεφανωτού
    αιτιατική τον στεφανωτό τη στεφανωτή το στεφανωτό
     κλητική στεφανωτέ στεφανωτή στεφανωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεφανωτοί οι στεφανωτές τα στεφανωτά
      γενική των στεφανωτών των στεφανωτών των στεφανωτών
    αιτιατική τους στεφανωτούς τις στεφανωτές τα στεφανωτά
     κλητική στεφανωτοί στεφανωτές στεφανωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στεφανωτός < στεφανώνω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

στεφανωτός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία