Δείτε επίσης: τελετή, τελεστής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τέλεση οι τελέσεις
      γενική της τέλεσης* των τελέσεων
    αιτιατική την τέλεση τις τελέσεις
     κλητική τέλεση τελέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τελέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τέλεση < ελληνιστική κοινή τέλεσις < αρχαία ελληνική τελέω / τελῶ < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, στρίβω) ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική performance)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈte.le.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τέλεση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία