performance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
performance | performances |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία(ΗΒ)
- ΔΦΑ : /pəˈfɔː.məns/
(ΗΠΑ)
- ΔΦΑ : /pɚˈfɔɹ.məns/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαperformance (en)
- (μετρήσιμο) η θεατρική (ή άλλου είδους) παράσταση, η εκτέλεση
- ⮡ a traditional dance performance - παράσταση παραδοσιακών χορών
- ⮡ afternoon/evening performance - απογευματινή/βραδινή παράσταση
- ⮡ an unusual performance of “Oedipus” - μια πρωτότυπη παράσταση του «Οιδίποδα»
- ⮡ The performance of his music/plays is banned.
- Η εκτέλεση της μουσικής του/των έργων του είναι απαγορευμένη.
- ⮡ performance rights - δικαιώματα εκτέλεσης (ενός έργου)
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη show
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απόδοση, η επίδοση, το κατά πόσο αποδίδει κάποιος ή κάτι στην εργασία που πρέπει να κάνει
- ⮡ the performance of a car/an athlete - η απόδοση ενός αυτοκινήτου/αθλητή
- ⮡ the performance of the engine - η επίδοση της μηχανής
- ⮡ The performance of government services is poor.
- Η απόδοση των κρατικών υπηρεσιών είναι κακή.
- ※ sometimes there is a need for alternative implementations with different performance trade-offs (Python tutorial) [1]
- «μερικές φορές υπάρχει ανάγκη για εναλλακτικές υλοποιήσεις με διαφορετικές αντισταθμίσεις όσον αφορά την απόδοση»
- (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό, επίσημο) η εκτέλεση μιας ενέργειας, ενός καθήκοντος κ.λπ.
- ⮡ in the performance of his duties - κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) 11. Brief Tour of the Standard Library — Part II / 11.7. Tools for Working with Lists. Αρχειοθέτηση 2020-01-07. Προσπέλαση 2020-09-16.
Πηγές
επεξεργασία- performance - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 100, 274, 663. ISBN 9780194325684., λήμμα: απόδοση, εκτέλεση, παράσταση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαperformance < αγγλική
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɛʁ.fɔʁ.mɑ̃s/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
performance | performances |
performance (fr) θηλυκό
- η απόδοση (τo κατά πόσο αποδίδει κάποιος ή κάτι στην εργασία που πρέπει να κάνει)
- η επίδοση ενός αθλητή, μηχανής, κ.λπ. σε σχέση με τους άλλους (άλλες)
- (μεταφορικά) το κατόρθωμα, η επιτυχία