πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίδοση οι επιδόσεις
      γενική της επίδοσης* των επιδόσεων
    αιτιατική την επίδοση τις επιδόσεις
     κλητική επίδοση επιδόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επίδοση θηλυκό

  1. το μετρήσιμο αποτέλεσμα μιας προσπάθειας ή ενός χαρακτηριστικού
      Η ύπαρξη θερμοδιακοπής στα συρόμενα συστήματα τόσο στην κάσα, όσο και στα φύλλα βελτιώνει τη θερμομονωτική ικανότητά τους, που όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει τις θερμομονωτικές επιδόσεις ενός ανοιγόμενου συστήματος. (Συστήματα κουφωμάτων αλουμινίου με θερμοδιακοπή, ΚΤΙΡΙΟ, ανακτήθηκε στις 12/4/2025 )
  2. η οποιαδήποτε επίμονη ενασχόληση
  3. η αθλητική επιτυχία, το ρεκόρ
  4. (νομικός όρος, οικονομία) η παράδοση (εγχείριση) στον αποδέκτη ενός εγγράφου δικαστικού, διοικητικού ή οικονομικού χαρακτήρα
  5. (μηχανολογία) η ισχύς ενός κινητήρα μιας μηχανής

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία