επίδοση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίδοση | οι | επιδόσεις |
γενική | της | επίδοσης* | των | επιδόσεων |
αιτιατική | την | επίδοση | τις | επιδόσεις |
κλητική | επίδοση | επιδόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίδοση < (καθαρεύουσα), (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίδοσις < ἐπιδίδωμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπίδοση θηλυκό
- το μετρήσιμο αποτέλεσμα μιας προσπάθειας
- η οποιαδήποτε επίμονη ενασχόληση
- η αθλητική επιτυχία, το ρεκόρ
- (νομικός όρος, οικονομία) η παράδοση (εγχείριση) στον αποδέκτη ενός εγγράφου δικαστικού, διοικητικού ή οικονομικού χαρακτήρα
- (μηχανολογία) η ισχύς ενός κινητήρα μιας μηχανής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επίδοση