Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίδοση οι επιδόσεις
      γενική της επίδοσης* των επιδόσεων
    αιτιατική την επίδοση τις επιδόσεις
     κλητική επίδοση επιδόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίδοση < (καθαρεύουσα), (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίδοσις < ἐπιδίδωμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επίδοση θηλυκό

  1. το μετρήσιμο αποτέλεσμα μιας προσπάθειας
  2. η οποιαδήποτε επίμονη ενασχόληση
  3. η αθλητική επιτυχία, το ρεκόρ
  4. (νομικός όρος, οικονομία η παράδοση (εγχείριση) στον αποδέκτη ενός εγγράφου δικαστικού, διοικητικού ή οικονομικού χαρακτήρα
  5. (μηχανολογία) η ισχύς ενός κινητήρα μιας μηχανής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία