επιδοτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδοτήριο < (καθαρεύουσα) ἐπιδοτήριον → δείτε τη λέξη επιδίδω
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιδοτήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος) το αποδεικτικό της επίδοσης, ιδιαίτερα δικαστικού εγγράφου
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδοτήριο
|