κινητήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κινητήρας < αρχαία ελληνική κινητήρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
κινητήρας αρσενικό
- (μηχανολογία): οποιαδήποτε μηχανή που το παραγόμενο ωφέλιμο έργο της είναι μηχανική ενέργεια ή κινητήριο έργο, ανάλογα δε της μορφής ενέργειας που λαμβάνει και καταναλώνει χαρακτηρίζεται επιπρόσθετα και με αντίστοιχη ή σύνθετη ονομασία.