ενικός         πληθυντικός  
remise remises

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

remise (fr) θηλυκό

  1. η κατάθεση (ενός ποσού)
  2. η έκπτωση
  3. η αποθήκη (για εποχιακή τακτοποίηση)
  4. η επίδοση (για ενός διπλώματος, ενός μεταλλίου, ενός γράμματος)
  5. η απονομή