έκπτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκπτωση | οι | εκπτώσεις |
γενική | της | έκπτωσης* | των | εκπτώσεων |
αιτιατική | την | έκπτωση | τις | εκπτώσεις |
κλητική | έκπτωση | εκπτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έκπτωση < εκ + πτώση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέκπτωση θηλυκό
- το να εκπίπτει ένα πρόσωπο από υψηλή θέση
- η μείωση της τιμής ενός εμπορεύματος, συνήθως σε ορισμένες χρονικές περιόδους που προβλέπονται από τον νόμο
- → δείτε τη λέξη εκπτώσεις