déchéance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
déchéance | déchéances |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- déchéance < déchoir
Ουσιαστικό
επεξεργασία
déchéance (fr) θηλυκό
- η πτώση, ο ξεπεσμός, η κατάντια
- (νομικός όρος) η απώλεια ενός δικαιώματος ή μιας λειτουργίας, αποτέλεσμα μιας κύρωσης