Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπτωτικός η εκπτωτική το εκπτωτικό
      γενική του εκπτωτικού της εκπτωτικής του εκπτωτικού
    αιτιατική τον εκπτωτικό την εκπτωτική το εκπτωτικό
     κλητική εκπτωτικέ εκπτωτική εκπτωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπτωτικοί οι εκπτωτικές τα εκπτωτικά
      γενική των εκπτωτικών των εκπτωτικών των εκπτωτικών
    αιτιατική τους εκπτωτικούς τις εκπτωτικές τα εκπτωτικά
     κλητική εκπτωτικοί εκπτωτικές εκπτωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπτωτικός < έκπτωση + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

εκπτωτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία