Δείτε επίσης: ἀναλογῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναλογώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναλογῶ < ἀνάλογος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐λο‐γώ
τονικό παρώνυμο: ανάλογο

  Ρήμα επεξεργασία

αναλογώ, πρτ.: αναλογούσα (χωρίς παθητική φωνή) χωρίς συνοπτικούς χρόνους

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Χωρίς συνοπτικούς χρόνους

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αναλογώ αναλογούσα θα αναλογώ να αναλογώ αναλογώντας
β' ενικ. αναλογείς αναλογούσες θα αναλογείς να αναλογείς
γ' ενικ. αναλογεί αναλογούσε θα αναλογεί να αναλογεί
α' πληθ. αναλογούμε αναλογούσαμε θα αναλογούμε να αναλογούμε
β' πληθ. αναλογείτε αναλογούσατε θα αναλογείτε να αναλογείτε αναλογείτε
γ' πληθ. αναλογούν(ε) αναλογούσαν(ε) θα αναλογούν(ε) να αναλογούν(ε)

  Μεταφράσεις επεξεργασία