δυσανάλογος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσανάλογος < δυσ- + ανάλογος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική disproportionné
Επίθετο
επεξεργασίαδυσανάλογος, -η, -ο
- που είναι υπερβολικά μεγάλος ή μικρός σε αναλογία με κάτι άλλο
- ↪ οι δαπάνες του είναι δυσανάλογες με το εισόδημα που δηλώνει, κάτι που κίνησε τις υποψίες των εφοριακών
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσανάλογος