δυσαναλογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσαναλογία < δυσανάλογος + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική disproportion)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσαναλογία θηλυκό
- το να είναι κάτι δυσανάλογο, να μην υπάρχει αναλογία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις δυσανάλογος, ανάλογος και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσαναλογία