αναλογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααναλογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναλογία < ἀνάλογος < ἀνά + λόγος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική analogie < λατινική analogia ή από τη γαλλική proportion[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναλογία θηλυκό
- σχέση δύο ή περισσότερων μεγεθών μεταξύ τους, ο λόγος της τιμής ή του μεγέθους του ενός προς το άλλο, σε μια πραγματική ή υποθετική διαίρεση ή σε έναν άτυπο πολλαπλασιασμό
- ⮡ Στην αστυφιλία η αναλογία του αστικού προς τον αγροτικό πληθυσμό μπορεί να είναι ακόμα και 2 προς 1. (δηλαδή οι αστοί να είναι διπλάσιοι)
- ⮡ oι αναλογίες του ανθρώπινου σώματος
- ⮡ pρέπει να τηρούνται οι αναλογίες διαφορετικά χαλάει η συνταγή
- ⮡ sτην ταινία τηρούνται θαυμάσια οι αναλογίες μυστηρίου και δράσης
- ⮡ Εξαιρετικό έργο στο είδος του, μου θύμιζε τον «Άμλετ», τηρουμένων βέβαια των αναλογιών.
- ομοιότητα, παραλληλισμό
- (νομικός όρος)
- ⮡ Αναλογία νόμου και αναλογία δικαίου είναι νομικοί όροι, όπου εξαιτίας κάποιου κενού στη νομοθεσία (λείπει δηλαδή συγκεκριμένος νόμος που να προβλέπει το ειδικό εκδικαζόμενο ζήτημα), αναγκαστικά το δικαστήριο στηρίζεται αναλογικά σε άλλους νόμους που ρυθμίζουν συναφή ζητήματα λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές και τηρώντας αναλογία δικαίου
- μέτρο, σύνεση, η τοποθέτηση ενός ζητήματος σε αντικειμενικές, πραγματικές διαστάσεις
- ⮡ Έχασες κάθε αίσθηση του μέτρου και των αναλογιών. Πρέπει να ανακτήσεις την ψυχραιμία σου!
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ανάλογος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναλογία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αναλογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας