ενικός         πληθυντικός  
proportion proportions

  Ετυμολογία

επεξεργασία

proportion < λατινική proportio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɹəˈpɔː.ʃən/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /pɹəˈpɔɹ.ʃən/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

proportion (en)

  1. το ποσοστό, η αναλογία
  2. (μόνο πληθυντικός) οι διαστάσεις του κάτι
    ⮡  a business of substantial proportions - επιχείρηση σημαντικών διαστάσεων

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

proportion < λατινική proportio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁɔ.pɔʁ.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
proportion proportions

proportion (fr)

  1. η αναλογία
  2. η διάσταση

Συγγενικά

επεξεργασία