proportion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
proportion | proportions |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
proportion (en)
- το ποσοστό, η αναλογία
- (μόνο πληθυντικός) οι διαστάσεις του κάτι
- ⮡ a business of substantial proportions - επιχείρηση σημαντικών διαστάσεων
Εκφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁɔ.pɔʁ.sjɔ̃/
- ⓘ