αστυφιλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.sti.fiˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στυ‐φι‐λί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστυφιλία θηλυκό στον ενικό
- η τάση εγκατάλειψης των αγροτικών περιοχών και (μόνιμης) εγκατάστασης σε αστικά κέντρα
- ※ Το πρόβλημα είναι πως η αστυφιλία διεξάγεται με τέτοιους ρυθμούς που οι πόλεις δεν μπορούν να αντέξουν τους καινούργιους πληθυσμούς. (Σώτη Τριανταφύλλου (2000). Το εργοστάσιο των μολυβιών [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστυφιλία
|