-φιλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -φιλία | οι | -φιλίες |
γενική | της | -φιλίας | των | -φιλιών |
αιτιατική | τη(ν) | -φιλία | τις | -φιλίες |
κλητική | -φιλία | -φιλίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -φιλία < (λόγιο δάνειο) γαλλική -philie < αρχαία ελληνική -φιλία < φιλία[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -φι‐λί‐α
Επίθημα
επεξεργασία-φιλία θηλυκό
- δεύτερο συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε
- αγάπη σχετικά με το αναφερόμενο στο πρώτο συνθετικό
- σεξουαλική προδιάθεση ή διαταραχή
- ιδιότητα κάποιου οργανισμού να απορροφά μια ουσία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-φιλία" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -φιλία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)