παιδοφιλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παιδοφιλία | οι | παιδοφιλίες |
γενική | της | παιδοφιλίας | των | παιδοφιλιών |
αιτιατική | την | παιδοφιλία | τις | παιδοφιλίες |
κλητική | παιδοφιλία | παιδοφιλίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαιδοφιλία θηλυκό
- (ψυχική διαταραχή) η ερωτική έλξη που νιώθουν ενήλικες προς παιδιά προεφηβικής ηλικίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παιδοφιλία