pedofilio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pedofilio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pedofilio | pedofilioj |
αιτιατική | pedofilion | pedofiliojn |
pedofilio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pedofilio | pedofilioj |
αιτιατική | pedofilion | pedofiliojn |
pedofilio (eo)