Δείτε επίσης: φιλοζωία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωοφιλία οι ζωοφιλίες
      γενική της ζωοφιλίας των ζωοφιλιών
    αιτιατική τη ζωοφιλία τις ζωοφιλίες
     κλητική ζωοφιλία ζωοφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωοφιλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zoophilie < γερμανική Zoophilie < νεολατινική zoophilia < αρχαία ελληνική ζῷον + φίλος, ζωο- + -φιλία
  • ο όρος επινοήθηκε στα 1886 από τον Richard von Krafft-Ebing στο βιβλίο του Psychopathia Sexualis

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζωοφιλία θηλυκό

  1. η συνήθης χρήση: η αγάπη και το έμπρακτο ενδιαφέρον για τα ζώα
    άλλες μορφές: φιλοζωία
  2. ως μετάφραση του zoophilia: (ψυχιατρική) σεξουαλική έλξη (παραφιλία) που εκδηλώνεται ως ασυνήθιστο ενδιαφέρον (ενίοτε και σεξουαλικό) προς τα ζώα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία