Δείτε επίσης: παραφυλία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραφιλία οι παραφιλίες
      γενική της παραφιλίας των παραφιλιών
    αιτιατική την παραφιλία τις παραφιλίες
     κλητική παραφιλία παραφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραφιλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paraphilia < γερμανική Paraphilie < νεολατινική paraphilia < αρχαία ελληνική παρά + -φιλία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραφιλία θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία