παρεκκλίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρεκκλίνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρεκκλίνω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾeˈkli.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρεκ‐κλί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαπαρεκκλίνω
- απομακρύνομαι από τη προδιαγεγραμμένη μου πορεία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παρεκκλίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας