παραφυλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαραφυλία θηλυκό
- η απόκλιση απ' την πρέπουσα συμπεριφορά του εκάστοτε φύλου
Συγγενικά
επεξεργασία- παραφυλικός
- → δείτε τη λέξη φύλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραφυλία
|