Δείτε επίσης: παραφιλικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραφυλικός η παραφυλική το παραφυλικό
      γενική του παραφυλικού της παραφυλικής του παραφυλικού
    αιτιατική τον παραφυλικό την παραφυλική το παραφυλικό
     κλητική παραφυλικέ παραφυλική παραφυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραφυλικοί οι παραφυλικές τα παραφυλικά
      γενική των παραφυλικών των παραφυλικών των παραφυλικών
    αιτιατική τους παραφυλικούς τις παραφυλικές τα παραφυλικά
     κλητική παραφυλικοί παραφυλικές παραφυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραφυλικός < παρα- + φύλο + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

παραφυλικός, -ή, -ό

  • που η σεξουαλικότητά του αποκλίνει από την ανάλογη του φύλου του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία