παραφυλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραφυλικός, -ή, -ό
- που η σεξουαλικότητά του αποκλίνει από την ανάλογη του φύλου του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παραφυλικός
|
Δείτε επίσης : παραφιλικός |
παραφυλικός, -ή, -ό
|